καρβοξυλάση

καρβοξυλάση
η
χημ. ένζυμο τής ομάδας τών λιπασών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carboxylase < carboxyl- (πρβλ. καρβοξύλιο) + -ase (κατάλ. που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία κατ' αποκοπήν από το γαλλ. diast-ase < ελλ. διάστασις, στις ονομασίες ενζύμων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ριβουλόζη — η, Ν (βιοχ.) 1. σακχαροκετόζη με 5 άτομα άνθρακα, η οποία, υπό την μονοφωσφορική και διφωσφορική μορφή της, υπεισέρχεται στη δέσμευση τού διοξειδίου τού άνθρακα CO2 κατά τη φωτοσύνθεση, καθώς και σε άλλες μεταβολικές οδούς, όπως εκείνη τής… …   Dictionary of Greek

  • συγκαρβοξυλάση — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) άλλη ονομασία τής κοκαρβοξυλάσης, που είναι γνωστή επίσης ως πυροφωσφορική θειαμίνη και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για τη θεραπεία νόσων τής θρέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cocarboxylase < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”