- καρβοξυλάση
- ηχημ. ένζυμο τής ομάδας τών λιπασών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carboxylase < carboxyl- (πρβλ. καρβοξύλιο) + -ase (κατάλ. που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία κατ' αποκοπήν από το γαλλ. diast-ase < ελλ. διάστασις, στις ονομασίες ενζύμων)].
Dictionary of Greek. 2013.